κενεαγορία

κενεαγορία
κενεαγορία, ἡ (Α) [κενεαγόρος]
κενός λόγος, μάταιος λόγος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κεν(ο)- — (ΑΜ κεν[ο] και κενε[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό α) παρουσιάζει έλλειψη ή ανεπάρκεια («κενανδρία», «κενόσαρκος»), β) είναι άδειο («κεναγγία», «κενοτάφιο»), γ) είναι μεταφορικά άδειο, στερείται περιεχομένου… …   Dictionary of Greek

  • κενεηγορία — κενεηγορία, ἡ (Α) [κενεηγόρος] ιων. τ. τού κενεαγορία* …   Dictionary of Greek

  • ՈՒՆԱՅՆԱԲԱՆՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0549 Chronological Sequence: Unknown date, 7c, 8c գ. ματαιολογία, κενεαγορία եւն. vaniloquium. Ունայն խօսք. զրախօսութիւն. շատխօսութիւն. *Ունայնաբանութիւն է այսպիսիս: Մի՛ եւս խոտորեսցուք յունայնաբանութիւնս: Եւ մի՛ յունայնաբանութիւն… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • κενεαγορίαισι — κενεᾱγορία empty talk fem dat pl (epic ionic aeolic) κενεαγορία empty talk fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”